νίφαργος

νίφαργος
(I)
ο
ζωολ. γένος αμφίποδων καρκινοειδών τής οικογένειας gammaridae.
————————
(II)
νίφαργος, -ον (Α)
βλ. νιφαργής.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • αργός — I Πόλη (υψόμ. 40 μ., 24.239 κάτ.), του νομού Αργολίδος, έδρα του ομώνυμου δήμου. Χτισμένο στη θέση της αρχαίας πόλης, διατήρησε το ίδιο όνομα από πανάρχαια χρόνια. Σήμερα είναι ανεπτυγμένο εμπορικό και βιομηχανικό κέντρο με ωραία ρυμοτομία.… …   Dictionary of Greek

  • νιφαργής — νιφαργής, ές και νίφαργος, ον (Α) λευκός σαν το χιόνι, λαμπερός από την λευκότητα. [ΕΤΥΜΟΛ. < νίφα + ἀργής «λαμπρός» (πρβλ. εν αργής)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”